- ιεμένως
- ἱεμένως (Α)επίρρ. πρόθυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιέμενος τού ιέμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱεμένως — ἵημι Ja c io pres part mid masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)